- ὁππῆμος
- ὁππῆμος, Adv., [dialect] Ep. for ὁπῆμος (= ὁπότε),A when, Arat.568.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οππήμος — ὁππῆμος και, δ. γρφ., ὁπῆμος (Α) (επικ. τ.) επίρρ. οπότε. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. ὁπήμος έχει σχηματιστεί από το θ. *yo τής αναφ. αντων. ὅς, ἥ, ὅ και το ερωτ. επίρρ. πῆμος* (πρβλ. ὁποῖος < ποῖος, ὁπότε < πότε κ.λπ.). Ο τ. ὁππῆμος εἶναι επικ.] … Dictionary of Greek
ὁππῆμος — when indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)